- συνεπολίσθη
- συμπολίζωunite into one cityaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπολίζω — Α 1. συνενώνω σε μια ενιαία πόλη («Αἴγιον ἐξ ἑπτὰ δήμων συνεπολίσθη», Στράθ.) 2. ενώνω έναν χώρο με την πόλη οικοδομώντας τον 3. χτίζω πόλη μαζί με άλλον 4. επανιδρύω, ξανακτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πολίζω (< πόλις)] … Dictionary of Greek